Η σχέση ανθρώπου και μη ανθρώπινων ζώων από τη σκοπιά της εκπαίδευσης
Το Μικρό Δέντρο που θα γίνει δάσος
Τα τελευταία χρόνια τόσο στον τομέα της έρευνας, όσο και σε αυτόν της εκπαίδευσης έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για τη σχέση του ανθρώπου με τα μη ανθρώπινα ζώα. Από τη μια παρουσιάζεται μια αντίληψη, που αφενός έχει σκοπό να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους και ειδικότερα τα παιδιά, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, αφετέρου όμως, συνεχίζει να αναπαράγει το δυϊσμό ανθρώπου-ζώου, που υπάρχει από την αρχαιότητα στον δυτικό πολιτισμό και έχει διαχωρίσει τα ζώα από τους ανθρώπους με πολύ θεμελιώδη και ανυπέρβλητο τρόπο.
Η αντίληψη αυτή οφείλεται σε έναν ανθρωποκεντρισμό, που αντιμετωπίζει τα μη ανθρώπινα ζώα ως αντικείμενα, παρά ως άτομα και οδηγεί στο χτίσιμο μιας στρεβλής, κατασκευασμένης εικόνας γι’ αυτά, αυξάνοντας τις προσδοκίες πως τα ίδια φέρουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά επικοινωνίας και συναισθηματικής έκφρασης. Οι κοινωνικές αυτές κατασκευές δεν είναι ουδέτερες, αλλά πολιτικά φορτισμένες (Donovan και Adams 2007), καθώς καθορίζουν ότι, και πώς, τα ζώα μπορούν να αποκλείονται, να χρησιμοποιούνται και να κακοποιούνται. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες πρακτικές εφαρμογές αυτών των αντιλήψεων, όπως είναι η απεικόνιση ζώων σε κινούμενα σχέδια ή οι ζωολογικοί κήποι και οι εκπαιδευτικές εκδρομές σε αυτούς. Καθώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής τείνει να απομακρύνει τους ανθρώπους από το φυσικό περιβάλλον και τα ζώα, παρατηρούμε μια συνεχόμενη αύξηση της διαμεσολάβησης αυτής της σχέσης από άλλα μέσα όπως για παράδειγμα τα κινούμενα σχέδια και οι ταινίες με απεικονίσεις ζώων (Veríssimo et al, 2020).
Συνήθως όμως οι απεικονίσεις αυτές τείνουν να προσδίδουν στα ζώα ανθρώπινα και παράλληλα χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το κοινό βλέπει και αντιλαμβάνεται τους χαρακτήρες σαν να πρόκειται για μεταφορικές τους εκφάνσεις. Στην πραγματικότητα, οι θεατές, ιδίως τα μικρά παιδιά, συχνά εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν με τους χαρακτήρες, όπως θα έκαναν σε αλληλεπιδράσεις ανθρώπου με άνθρωπο (Reeves & Nass, 1996). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός ατόμων νεαρής ηλικίας να δημιουργούν μια εντελώς λανθασμένη γνώση για τα βιολογικά χαρακτηριστικά ενός είδους και κατ’ επέκταση να φαντάζονται μια αλληλεπίδραση με τα είδη, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν.
Έχει παρατηρηθεί πώς οι προσδοκίες και η γνώση, που αποκτούν οι θεατές μπορεί να τους οδηγήσει να αναζητήσουν ή να εμπλακούν με ένα συγκεκριμένο είδος ζώου, κάτι που φαινομενικά θα φάνταζε θετικό, αλλά λόγω της έντονης ανθρωποκεντρικής τους προσέγγισης και της έλλειψης κριτικής ανάγνωσης μπορεί να έχει ποικίλα αποτελέσματα, όπως η επίσκεψη σε ζωολογικούς κήπους, η υιοθέτηση ή αγορά κατοικίδιων ζώων, παράλληλα όμως και η εγκατάλειψη τους αν αυτά δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των ιδιοκτητών τους, ακόμα και η παράνομη διακίνηση άγριων ζώων. Θα λέγαμε, λοιπόν, πώς η απεικόνιση ζώων σε κινούμενα σχέδια θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ευκαιρία εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης, αλλά και να αυξήσει το ενδιαφέρον για αλληλεπίδραση με κάποια είδη, με την προϋπόθεση η απεικόνιση του ζώου να βασίζεται στα βιολογικά του χαρακτηριστικά, όπως και η απεικόνιση της σχέσης του ανθρώπου με το συγκεκριμένο είδος να μην αποκλίνει από την πραγματική (Dydynski, J., Mäekivi, N. 2021).
Με παρόμοια λογική θα λέγαμε πως λειτουργούν και οι ζωολογικοί κήποι που έχουν ως σκοπό την ευαισθητοποίηση και τη συνάντηση των ανθρώπων με άγρια ζώα, που πολλές φορές απειλούνται με εξαφάνιση. Έτσι, λοιπόν, η αιχμαλωσία ενός ζώου θεωρείται δικαιολογημένη, προκειμένου οι επισκέπτες να νιώσουν και να κατανοήσουν ότι οι συγγενείς του χρειάζεται να προστατευτούν. Αυτή η λογική νομιμοποιεί την ιδέα ότι οι άνθρωποι πρέπει να βλέπουν και να αγγίζουν ένα μεμονωμένο ζώο, για να αναπτύξουν μια ηθική σχέση και ένα αίσθημα ευθύνης για το είδος αυτού του ζώου. Η αντίληψη αυτή εγείρει όμως και πολλά ηθικά ζητήματα καθώς το να μαθαίνουμε να φροντίζουμε και να παρατηρούμε ένα μόνο άτομο ενός είδους, το οποίο εξουσιάζουμε τοποθετώντας το σε ένα κλουβί, δεν μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί βιώσιμη ηθική πρακτική.
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε μια πληθώρα λοιπών ερεθισμάτων που απευθύνονται στα παιδιά από διάφορα μέσα ενημέρωσης, όπως βιβλία, παιχνίδια, ρούχα, ηλεκτρονικά μέσα, τα οποία προβάλλουν την ύπαρξη των μη ανθρώπινων ζώων αποκλειστικά για την ανθρώπινη ευχαρίστηση και για τη μετάδοση ηθικών διδαγμάτων. Οι δικές τους φωνές αποσιωπούνται και οι συνθήκες διαβίωσής τους αποκρύπτονται, περιορίζοντας έτσι την ικανότητα των παιδιών να γνωρίζουν και να νοιάζονται.
Στον αντίποδα της αντίληψης που αναλύσαμε παραπάνω διαφαίνονται και άλλοι λόγοι και προοπτικές. Οι λόγοι και οι αντιλήψεις αυτές επιδιώκουν την κοινωνική δικαιοσύνη διευρύνοντας τα όρια της ανθρώπινης ηθικής, ώστε να συμπεριλάβουν και τα μη ανθρώπινα ζώα στη μέχρι πρότινος ανθρωποκεντρική κοινωνία. Σκοπός τους είναι να αναδείξουν την αλληλένδετη σχέση μεταξύ της δυσχερούς διαβίωσης και της υποταγής των μη ανθρώπινων ζώων με την καταπίεση άλλων ανθρώπινων ομάδων, αλλά και την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση στο σύνολό της, αποκαλύπτοντας τις δομές και τις διαδικασίες που οδηγούν στην περιθωριοποίηση, την καταπίεση και την εκμετάλλευση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και τον πολιτισμό της ύστερης νεωτερικότητας.
Οι αντιλήψεις αυτές εμπνέουν και πραγματώνονται μέσα από κοινότητες ελευθεριακής εκπαίδευσης. Στα περιβάλλοντα αυτά υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος για τη βιωματική και συναισθηματική συνάντηση των νεαρών ατόμων με τα ελεύθερα μη ανθρώπινα ζώα επιτρέποντάς τους να εξερευνήσουν και να παρατηρήσουν τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο ζωής τους. Φυσικά αυτό προϋποθέτει να συνοδεύονται σε αυτό το ηθικό και αισθητηριακό ταξίδι από ενήλικες που μοιράζονται τη σύνδεση, τον θαυμασμό, τη λαχτάρα, τον σεβασμό για αυτά τα πλάσματα μαζί τους. Η ανάπτυξη μιας ηθικής της φροντίδας για κάθε ζωή απαιτεί χρόνο και προσπάθεια και δεν μπορεί να προωθηθεί μέσω μιας μεμονωμένης βιωματικής δραστηριότητας ή στο πλαίσιο μιας αυστηρά σχεδιασμένης και ελεγχόμενης παραδοσιακής διδασκαλίας που εστιάζει στην απόκτηση γνώσεων και πραγματοποιείται σχεδόν εξολοκλήρου σε εσωτερικές σχολικές αίθουσες (Lindgren, Ν., Öhman, J., 2019). Τα παιδιά παρατηρούμε πως είναι υπέροχοι ακροατές/ριες της φύσης. Οι βαθύτερες αντιλήψεις για τα ζώα, τα φυτά, τους μύκητες και τα μικρόβια της περιοχής βοηθούν στο να υπάρξει η συν-δημιουργία της ιστορίας της φύσης σε μια τοποθεσία. Αυτό αποτελεί μέρος της βαθύτερης ακρόασης που ενσωματώνει η ελευθεριακή παιδαγωγική με σκοπό την πλήρη απελευθέρωση του ατόμου μέσα στην κοινότητα.
Τα άτομα μπορούν να εξερευνήσουν ελεύθερα και αυθεντικά, να διερευνήσουν, να διασκεδάσουν διαισθητικά, να δημιουργήσουν καλλιτεχνικά σε σχέση με τις κοινότητες των σπιτιών τους και τις διάφορες διασταυρώσεις με τις παγκόσμιες κοινότητες. Η κοινότητα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανθρωποκεντρική ανθρώπινη συλλογικότητα αλλά πιο περιεκτική και ισορροπημένη με τη φύση, όπως είναι πλήρως παρούσα μέσα και γύρω μας. Τα άτομα, καλά εξοικειωμένα με τις κοινωνικές πολιτιστικές και οικολογικές τους ταυτότητες, μπορούν να εντοπίσουν τις ηγεμονικές διεργασίες (καθώς επίσης και να τις διαταράξουν), και να έχουν συντονισμένες ικανότητες ώστε να αφουγκράζονται τις οικο-κοινωνικοπολιτισμικές τους κοινότητες.
Στη μαθησιακή αυτή διαδικασία δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε την ποικιλομορφία των ατόμων σε σχέση με την κοινωνική τάξη, το φύλο, το εθνοτικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, τον τόπο διαμονής (π.χ. αστικός/αγροτικός, πλούσιος/υποβαθμισμένος) κ.λπ., προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα ότι ομάδες ανθρώπων με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό κεφάλαιο, κοσμοθεωρίες, συστήματα πεποιθήσεων, πολιτισμικό υπόβαθρο, και τρόπο ζωής μπορούν να ευαισθητοποιηθούν για την ηθική των ζώων και την οικολογική βιωσιμότητα.
Το Μικρό Δέντρο, είναι ένα αυτοοργανωμένο παιδαγωγικό εγχείρημα που λειτουργεί με τις αξίες της ελευθεριακής εκπαίδευσης και της βιωματικής μάθησης. Ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιανουάριο του 2014 και το «δάσος» του βρίσκεται στην περιοχή Κρυονερίου της Θεσσαλονίκης. Οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι μια ομάδα παιδιών, γονέων και παιδαγωγών. Το αρχικό «σμίξιμο» των γονέων και των παιδαγωγών αυτών προέκυψε από την ανάγκη και την επιθυμία τους για μια αλλιώτικη εκπαίδευση.